Ανατρέπονται οι σχεδιασμοί των τραπεζών
- DATE: Apr 13, 2020
- |
- CATEGORY: FINANCE
- |
- AUTHOR: OPulse Admin
Η παρατεταμένη υγειονομική κρίση και η αβεβαιότητα που επικρατεί ως προς την επόμενη μέρα του πρωτοφανούς σοκ που έχει υποστεί η κυπριακή οικονομία, έχει ανατρέψει άρδην όλους τους σχεδιασμούς του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Τα τεχνοκρατικά επιτελεία των τραπεζών που καθορίζουν τη στρατηγική και τις προοπτικές ανάπτυξης, αναθεωρούν πλέον στόχους και θέτουν σε «δεύτερη μοίρα» το βασικό τους στόχο, που ήταν η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα επίπεδα του 10% από 30% που είναι σήμερα.
Σε δεύτερη μοίρα μπαίνει επίσης και ο στόχος της επιστροφής σε οργανική κερδοφορία και η σταδιακή απαλλαγή των ισολογισμών τους από τα χιλιάδες ακίνητα που έχουν αποκτήσει έναντι διαγραφής χρεών.
Επίσης, η αύξηση των εργασιών, και η βελτίωση των επιτοκιακών εσόδων μέσω νέων δανείων και ανατιμολόγησης υφιστάμενων υπηρεσιών, θα πρέπει να περιμένει.
Το πρώτο μεγάλο θύμα της κρίσης είναι η προοπτική πώλησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η Τρ. Κύπρου είχε τροχιοδρομήσει τις εξελίξεις για το Helix 2, που περιλάμβανε την πώληση δανείων ύψους €2,7 δισ., σε εταιρείες εξαγοράς δανείων. Με την πώληση, η Τράπεζα θα έφευγε ένα μεγάλο βαρίδι από τον ισολογισμό, χωρίς μάλιστα ουσιαστική κεφαλαιακή επιβάρυνση. Με τα νέα δεδομένα η πώληση αναβάλλεται, σε συνθήκες, όμως, που θα την κάνουν λιγότερο ευνοϊκή για την Τράπεζα.
Χωρίς τις άμεσες πωλήσεις δανείων, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει ένα ερωτηματικό για το σύστημα, μετά την υγειονομική κρίση και τα επιτελεία κυβέρνησης και Κεντρικής Τράπεζας, ετοιμάζονται για όλα τα ενδεχόμενα.
Έχει διαρρεύσει ευρέως τις τελευταίες μέρες ότι το υπουργείο οικονομικών και η Κεντρική Τράπεζα κάνουν ασκήσεις επί χάρτου για τη χάραξη προληπτικών μέτρων στο ενδεχόμενο που θα προκύψει ζήτημα νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων μετά το πέρας της υγειονομικής κρίσης και του μορατόριουμ δόσεων, και αναζητούν νέους μηχανισμούς εξαγωγής τους από το τραπεζικό σύστημα.
Αυτό που ανησυχεί ιδιαίτερα τις τράπεζες είναι η επόμενη μέρα της κρίσης και το πόσοι δανειολήπτες θα είναι σε θέση να αποπληρώνουν τις δόσεις τους, μία ανησυχία που απασχολεί και την ΚΤ.
Επιπρόσθετα τις τράπεζες απασχολεί και η μείωση της αξίας των ακινήτων που διατηρούν στα χαρτοφυλάκια τους και ειδικότερα οι δύο συστημικές Κύπρου και Ελληνική. Ενδεικτικό του γεγονότος είναι ότι με βάση τα στοιχεία του κτηματολογίου που δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα, οι πωλήσεις των ακινήτων μειώθηκαν στο 33% τον Μάρτιο ενώ οι πλείστες εκτιμήσεις κάνουν λόγο και για μειώσεις στις αξίες που άρχισαν πριν την κρίση.
Προς το παρόν, οι τραπεζίτες δεν ανησυχούν. Πιθανή παράταση όμως της κρίσης θα επιβαρύνει τις αποτιμήσεις των ακινήτων.
Ανώτατα στελέχη τραπεζών επισημαίνουν στη StockWatch ότι οι σχεδιασμοί πλέον του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος στρέφονται στη στήριξη των επιχειρήσεων για να διασωθούν παράλληλα θέσεις εργασίας και των νοικοκυριών των οποίων το εισόδημα, όπως σημειώνουν, κλονίζεται από το πρωτόγνωρη κρίση που προκαλεί παγκοσμίως ο κορωνοϊός σε όλο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας.
Είναι διάχυτη η άποψη τους ότι σε αντίθεση με την κρίση του 2013, οι τράπεζες σήμερα είναι αυτές που καλούνται, με παράλληλη παρέμβαση του κράτους, να ελαχιστοποιήσουν την οικονομική ύφεση, να στηρίξουν βραχυπρόθεσμα τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που κινδυνεύουν αλλά και να σχεδιάσουν μία ομαλή ανάκαμψη μετά την επόμενη μέρα της ύφεσης.
Γι’ αυτό άλλωστε τους δόθηκε κεφαλαιακή ελάφρυνση €1,4 δισ. για να δώσουν πολλαπλάσια δάνεια.
Μερίδα τραπεζιτών θεωρούν ότι οι χαλαρώσεις που έδωσε η Φρανκφούρτη σε ότι αφορά τους εποπτικούς κανονισμούς, τους δίνουν τη δυνατότητα να διοχετεύσουν ρευστότητα στην αγορά, αλλά την ίδια ώρα δεν κρύβουν τις ανησυχίες τους για το γεγονός ότι οι εποπτικές αρχές δεν έχουν δώσει σαφείς ενδείξεις σε σχέση με το χρονικό εύρος των κεφαλαιακών και ρευστοτικών χαλαρώσεων που τους έχουν δοθεί.
Την ίδια ώρα επικρατεί η άποψη εκ μέρους κάποιων άλλων τραπεζιτών ότι οι επόπτες θα δώσουν εύλογο χρονικό διάστημα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να τακτοποιήσουν τις κεφαλαιακές τους ανάγκες, μετά τη λήξη του μορατόριουμ για την αναστολή αποπληρωμής δόσεων
Πηγές στην Κεντρική Τράπεζα σχολιάζοντας στη StockWatch τις δύο αυτές προσεγγίσεις ανώτατων στελεχών τραπεζών, εξέφρασαν τη θέση ότι ο λόγος που η ΕΚΤ δεν έχει δώσει μέχρι σήμερα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για το μέχρι πότε θα διαρκέσει η χαλάρωση των εποπτικών κανόνων, είναι γιατί επόπτες δεν γνωρίζουν πότε θα αρθεί η υγειονομική κρίση και ούτε είναι σε θέση να επιμετρήσουν αυτή την ώρα το μέγεθος των δυσμενών επιπτώσεων που θα αφήσει στο πέρασμα του ο κορωνοϊός.
Επιπρόσθετα διατύπωσαν την άποψη ότι θα ήταν λάθος αν οι επόπτες καθόριζαν χρονοδιάγραμμα λήξης των χαλαρώσεων, χωρίς να σταθμίσουν το μέγεθος των ζημιών που θα καταγράψει το κάθε μέλος κράτος της ΕΕ.
Την ίδια ώρα ο εγχώριος επόπτης υπενθυμίζει στις τράπεζες ότι η ΕΚΤ έχει καταστήσει σαφές ότι όσοι δανειολήπτες έχουν αναστείλει την αποπληρωμή των δόσεων τους δεν θεωρούνται προβληματικοί και ούτε τα δάνεια τους θα κατηγοριοποιηθούν στα ΜΕΔ, όπως επίσης και αναδιαρθρώσεις δανείων δεν θα εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία.
Η ΚΤ είναι πεπεισμένη με βάση τις πληροφορίες που διαρρέουν ότι η Φρανκφούρτη δεν θα ξυπνήσει μία μέρα και να αξιώσει από τις τράπεζες αποκατάσταση των κεφαλαίων τους στη βάση του τι επικρατούσε πριν από την υγειονομική κρίση.
Το πρόβλημα όμως θα προκύψει σε βάθος χρόνου, όταν αρχίσουν να προσμετρούνται τα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, δηλαδή εντός ενός έτους.
Την Παρασκευή συνήλθε το ΔΣ της Κεντρικής Τράπεζας το οποίο εξέτασε σωρεία θεμάτων που απασχολούν αυτό τον καιρό το τραπεζικό σύστημα.
Μετά το πέρας της συνεδρίασης εκδόθηκε ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία αποφασίστηκε η λήψη πρόσθετου μέτρου, με στόχο την περαιτέρω στήριξη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών απελευθερώνοντας από την 1η Ιανουαρίου 2021 πρόσθετα κεφάλαια ύψους περίπου €90 εκ.
STOCKWATCH